- θαμιστικός
- -ή, -όαυτός που δηλώνει ότι κάτι γίνεται πολλές φορές: Θαμιστικά ρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαμιστικός — ή, ό [θαμίζω] γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα τής αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε άζω και έχουν την έννοια τής συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω ῥιπτάζω, ἡβῶ ἡβάζω, ἕλκω ἑλκυστάζω) … Dictionary of Greek
αποτρωπώ — ἀποτρωπῶ ( άω) (Α) (θαμιστικός τ. του αποτρέπω) τρέπω προς τα πίσω, απωθώ … Dictionary of Greek
δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… … Dictionary of Greek
μεταρρυΐσκομαι — (Μ) μεταρρέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥυΐσκομαι, θαμιστικός τ. τού ῥέω] … Dictionary of Greek